Δείτε επίσης: ευχετήριος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευχετικός η ευχετική το ευχετικό
      γενική του ευχετικού της ευχετικής του ευχετικού
    αιτιατική τον ευχετικό την ευχετική το ευχετικό
     κλητική ευχετικέ ευχετική ευχετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευχετικοί οι ευχετικές τα ευχετικά
      γενική των ευχετικών των ευχετικών των ευχετικών
    αιτιατική τους ευχετικούς τις ευχετικές τα ευχετικά
     κλητική ευχετικοί ευχετικές ευχετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευχετικός < ευχέτης + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ευχετικός

  1. που έχει σχέση με ευχή ή εκφράζει ευχή
  2. (γραμματική) που εκφράζει ευχή
    ευχετικό επιφώνημα

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη ευχή

  Μεταφράσεις επεξεργασία