Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
wish wishes

wish (en)

  1. (μόνο πληθυντικός) οι ευχές, έκφραση ευχής που απευθύνεται σε κάποιον
    ⮡  New Year’s wishes - πρωτοχρονιάτικες ευχές
    ⮡  Many/warm/heartfelt/best wishes (from me) for your name day/for the new year/for your wedding.
    Πολλές/θερμές/εγκάρδιες/με τις καλύτερες ευχές (μου) για τη γιορτή σου/για τον καινούριο χρόνο/για το γάμο σου.
  2. η ευχή, η επιθυμία, μια αίσθηση ότι θέλω να κάνω κάτι ή να έχω κάτι
    ⮡  My wish is for you to live and be happy.
    Η ευχή μου είναι να ζήσεις και να ευτυχήσεις.
  3. η ευχή, η επιθυμία, κάτι που θέλω να έχω ή να συμβεί
    ⮡  Wishes aren’t enough, action is also needed.
    Δεν αρκούν οι ευχές, χρειάζεται και δράση.
    ⮡  He didn’t respect my wishes.
    Δε σεβάστηκε τις επιθυμίες μου.
    ⮡  She got her wish./Her wish came true.
    Έγινε η επιθυμία της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη desire
ενεστώτας wish
γ΄ ενικό ενεστώτα wishes
αόριστος wished
παθητική μετοχή wished
ενεργητική μετοχή wishing

wish (en)

  1. (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο, ειδικά βρετανικά αγγλικά) θέλω, μακάρι να, θέλω να κάνω κάτι· θέλω να γίνει κάτι
    ⮡  I wish to go home.
    Θέλω να πάω σπίτι.
    ⮡  I understand that you wish to tell me something.
    Νομίζω ότι θέλετε να μου πείτε κάτι.
    ⮡  I wish I knew more about this issue.
    Θα ήθελα να ήξερα περισσότερα γι' αυτή την υπόθεση.
    ⮡  I wish to be a doctor!
    Μακάρι να γίνω γιατρός!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη desire
  2. (αμετάβατο) εύχομαι, σκέφτομαι πολύ εντατικά ότι θέλω κάτι, ειδικά κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με καλή τύχη ή μαγεία
    ⮡  I wish it would rain tomorrow.
    Εύχομαι να βρέξει αύριο.
  3. (μεταβατικό) εύχομαι, λέω ότι ελπίζω ότι κάποιος θα είναι ευτυχισμένος, τυχερός κτλ.
    ⮡  I wished him a speedy recovery.
    Τον ευχήθηκα ταχεία ανάρρωση.