Δείτε επίσης: ευλογία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευλογιά οι ευλογιές
      γενική της ευλογιάς των ευλογιών
    αιτιατική την ευλογιά τις ευλογιές
     κλητική ευλογιά ευλογιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευλογιά < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική εὐλογιά[1] < ευλογία (ευφημισμός) < αρχαία ελληνική εὐλογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.vloˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐λο‐γιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ευλογιά θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία