δαμαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδαμαλισμός αρσενικό
- (ιατρική) ο εμβολιασμός για την καταπολέμηση της ευλογιάς
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δαμαλισμός
|
δαμαλισμός αρσενικό
|