δαμαλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδαμαλίζω (παθητική φωνή: δαμαλίζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δαμάλι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δαμαλίζω | δαμάλιζα | θα δαμαλίζω | να δαμαλίζω | δαμαλίζοντας | |
β' ενικ. | δαμαλίζεις | δαμάλιζες | θα δαμαλίζεις | να δαμαλίζεις | δαμάλιζε | |
γ' ενικ. | δαμαλίζει | δαμάλιζε | θα δαμαλίζει | να δαμαλίζει | ||
α' πληθ. | δαμαλίζουμε | δαμαλίζαμε | θα δαμαλίζουμε | να δαμαλίζουμε | ||
β' πληθ. | δαμαλίζετε | δαμαλίζατε | θα δαμαλίζετε | να δαμαλίζετε | δαμαλίζετε | |
γ' πληθ. | δαμαλίζουν(ε) | δαμάλιζαν δαμαλίζαν(ε) |
θα δαμαλίζουν(ε) | να δαμαλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δαμάλισα | θα δαμαλίσω | να δαμαλίσω | δαμαλίσει | ||
β' ενικ. | δαμάλισες | θα δαμαλίσεις | να δαμαλίσεις | δαμάλισε | ||
γ' ενικ. | δαμάλισε | θα δαμαλίσει | να δαμαλίσει | |||
α' πληθ. | δαμαλίσαμε | θα δαμαλίσουμε | να δαμαλίσουμε | |||
β' πληθ. | δαμαλίσατε | θα δαμαλίσετε | να δαμαλίσετε | δαμαλίστε | ||
γ' πληθ. | δαμάλισαν δαμαλίσαν(ε) |
θα δαμαλίσουν(ε) | να δαμαλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δαμαλίσει | είχα δαμαλίσει | θα έχω δαμαλίσει | να έχω δαμαλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις δαμαλίσει | είχες δαμαλίσει | θα έχεις δαμαλίσει | να έχεις δαμαλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει δαμαλίσει | είχε δαμαλίσει | θα έχει δαμαλίσει | να έχει δαμαλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δαμαλίσει | είχαμε δαμαλίσει | θα έχουμε δαμαλίσει | να έχουμε δαμαλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε δαμαλίσει | είχατε δαμαλίσει | θα έχετε δαμαλίσει | να έχετε δαμαλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δαμαλίσει | είχαν δαμαλίσει | θα έχουν δαμαλίσει | να έχουν δαμαλίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία δαμαλίζω
|