Ετυμολογία

επεξεργασία
δάμαλις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δάμαλις θηλυκό

  1. η δαμαλίδα, η δαμάλα, η νεαρή αγελάδα
  2. (μεταφορικά) κοπέλα παρθένα

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • σπανιότερα εμφανίζεται γραμματικά και ως αρσενικό