δαμαλίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δαμαλίδα < αρχαία ελληνική δάμαλις < δαμάζω
- για το εμβόλιο < (καθαρεύουσα) δαμαλῖτις < αρχαία ελληνική δάμαλις < δαμάζω μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vaccin [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ða.maˈli.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐μα‐λί‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδαμαλίδα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δαμάλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεαρή αγελάδα
|
εμβόλιο ευλογιάς
Αναφορέςεπεξεργασία
|