εμβόλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εμβόλιο | τα | εμβόλια |
γενική | του | εμβολίου & εμβόλιου |
των | εμβολίων |
αιτιατική | το | εμβόλιο | τα | εμβόλια |
κλητική | εμβόλιο | εμβόλια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εμβόλιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμβόλιον < αρχαία ελληνική ἔμβολον < ἐμβάλλω < ἐν + βάλλω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική vaccin)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eɱˈvo.li.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐βό‐λι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμβόλιο ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ουσία που χορηγείται (συνήθως με ένεση) στον οργανισμό και συμβάλλει στην παραγωγή αντισωμάτων απ’ τον ίδιο τον οργανισμό, ώστε να αποκτήσει ανοσία, έναντι συγκεκριμένων παθογόνων μικροοργανισμών
- ⮡ Το διπλό εμβόλιο διφθερίτιδας και τετάνου περιέχει ανατοξίνες διφθερίτιδας και τετάνου και χορηγείται ενδομυϊκά.
- (βοτανική) μπόλι
Συγγενικά
επεξεργασία- ανεμβολίαστος
- αντιεμβολιαστής
- αυτεμβόλιο
- εμβολιάζω
- εμβολιασμένος
- εμβολιασμός
- εμβολιοθεραπεία
- → δείτε τη λέξη μπόλι
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εμβόλιο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εμβόλιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)