εμβολιάζω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εμβολιάζω < εμβόλιο + -άζω (2. (μεταφραστικό δάνειο) νέα ελληνική μπολιάζω)
ΡήμαΕπεξεργασία
εμβολιάζω
- (ιατρική) (φαρμακευτική) εισάγω εμβόλιο σε οργανισμό για θεραπεία ή πρόληψη
- (βοτανική) εισάγω σε φυτό ενδόφθαλμο κλαδί (μάτι) άλλου φυτού για δημιουργία νέου φυτού