Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eɱ.vo.liˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμβολιάζω
γυναίκα που εμβολιάζεται

εμβολιάζω, αόρ.: εμβολίασα, παθ.φωνή: εμβολιάζομαι, π.αόρ.: εμβολιάστηκα, μτχ.π.π.: εμβολιασμένος

  1. (ιατρική, φαρμακευτική) εισάγω εμβόλιο σε οργανισμό για θεραπεία ή πρόληψη
  2. (γεωπονία) λόγιο συνώνυμο του μπολιάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία