Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμβολιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εμβολιασμέν
ος
η
εμβολιασμέν
η
το
εμβολιασμέν
ο
γενική
του
εμβολιασμέν
ου
της
εμβολιασμέν
ης
του
εμβολιασμέν
ου
αιτιατική
τον
εμβολιασμέν
ο
την
εμβολιασμέν
η
το
εμβολιασμέν
ο
κλητική
εμβολιασμέν
ε
εμβολιασμέν
η
εμβολιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εμβολιασμέν
οι
οι
εμβολιασμέν
ες
τα
εμβολιασμέν
α
γενική
των
εμβολιασμέν
ων
των
εμβολιασμέν
ων
των
εμβολιασμέν
ων
αιτιατική
τους
εμβολιασμέν
ους
τις
εμβολιασμέν
ες
τα
εμβολιασμέν
α
κλητική
εμβολιασμέν
οι
εμβολιασμέν
ες
εμβολιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εμβολιασμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εμβολιάζω
Μετοχή
επεξεργασία
εμβολιασμένος, -η, -ο
που έχει
εμβολιαστεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
ανεμβολίαστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμβολιασμένος
γαλλικά
:
vacciné
(fr)