Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεμβολίαστος η ανεμβολίαστη το ανεμβολίαστο
      γενική του ανεμβολίαστου της ανεμβολίαστης του ανεμβολίαστου
    αιτιατική τον ανεμβολίαστο την ανεμβολίαστη το ανεμβολίαστο
     κλητική ανεμβολίαστε ανεμβολίαστη ανεμβολίαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεμβολίαστοι οι ανεμβολίαστες τα ανεμβολίαστα
      γενική των ανεμβολίαστων των ανεμβολίαστων των ανεμβολίαστων
    αιτιατική τους ανεμβολίαστους τις ανεμβολίαστες τα ανεμβολίαστα
     κλητική ανεμβολίαστοι ανεμβολίαστες ανεμβολίαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεμβολίαστος < αν- (στερητικό α-) + εμβολιάζω εμβολιασ- + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ανεμβολίαστος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία