Δείτε επίσης: ἐμβολή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμβολή οι εμβολές
      γενική της εμβολής των εμβολών
    αιτιατική την εμβολή τις εμβολές
     κλητική εμβολή εμβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εμβολή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐμβολή < ἐμβάλλω < ἐν (εμ-) + βάλλω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική embolie)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eɱ.voˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμ‐βο‐λή
 
πνευμονική εμβολή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εμβολή θηλυκό

  1. (ιατρική) η απόφραξη από αιμάτινο θρόμβο (ή κάτι άλλο) ενός αιμοφόρου αγγείου
  2. (ναυτικός όρος) (λόγιο) ρεσάλτο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία