εμβολή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εμβολή | οι | εμβολές |
γενική | της | εμβολής | των | εμβολών |
αιτιατική | την | εμβολή | τις | εμβολές |
κλητική | εμβολή | εμβολές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμβολή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐμβολή < ἐμβάλλω < ἐν (εμ-) + βάλλω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική embolie)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eɱ.voˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐βο‐λή
Ουσιαστικό επεξεργασία
εμβολή θηλυκό
- (ιατρική) η απόφραξη από αιμάτινο θρόμβο (ή κάτι άλλο) ενός αιμοφόρου αγγείου
- (ναυτικός όρος) (λόγιο) ρεσάλτο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εμβολή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας