• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εμβάλλω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
εμβάλλω < αρχαία ελληνική ἐμβάλλω < ἐν + βάλλω

Ρήμα

επεξεργασία

εμβάλλω

  1. ρίχνω μέσα, τοποθετώ (κάτι) εντός
    ≈ συνώνυμα: βάζω, ενθέτω
    ≠ αντώνυμα: βγάζω, εξάγω, εκβάλλω
  2. προκαλώ κάτι, εμπνέω
    ※  η συμπεριφορά του ενέβαλε σε σκέψεις τους φίλους του
    ≈ συνώνυμα: δημιουργώ, εμποιώ, εμφυσώ, ενσταλάζω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ανεμβολίαστος
  • αυτεμβόλιο
  • εμβολή
  • εμβολιάζω
  • εμβολιασμός
  • εμβολίζω
  • εμβόλιμα
  • εμβόλιμος
  • εμβόλιο
  • εμβολιοθεραπεία
  • εμβολισμός
  • έμβολο
  • εμβολοφόρος
  • μπόλιασμα
  • παρεμβάλλω
  • παρεμβολή
  • → δείτε τις λέξεις εν και βάλλω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    εμβάλλω
  • αγγλικά : inject (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εμβάλλω&oldid=5470484"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 19:33

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 19:33.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας