Ετυμολογία

επεξεργασία
ενθέτω < μεσαιωνική ελληνική ενθέτω < αρχαία ελληνική ἐντίθημι < τίθημι

ενθέτω

  • βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία