εμφυτεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεμφυτεύω
- (οδοντιατρική) τοποθετώ οδοντικά εμφυτεύματα
- (κοσμητική ιατρική) τοποθετώ πρόσθετα μαλλιά όταν υπάρχει αλωπεκία
- (γενετική ιατρική) τοποθετώ ωάριο στη μήτρα, κατά την τεχνητή γονιμοποίηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία εμφυτεύω
|