εμφύτευμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εμφύτευμα < εμφυτεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εμφύτευμα ουδέτερο
- τεχνητό ή φυσικό υλικό το οποίο προορίζεται ή έχει ήδη τοποθετηθεί σε ένζωο οργανισμό, με χειρουργική επέμβαση
Σημειώσεις
επεξεργασία- η έννοια είναι διαφορετική από το ελληνιστικό ἐμφύτευμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμφύτευμα
|