Αγγλικά (en) επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
nest nests

  Ουσιαστικό επεξεργασία

nest (en)

  Ρήμα επεξεργασία

  1. φωλιάζω
  2. φτιάχνω φωλιά
    (για το κουρνιάζω δες: roost, perch, curl up)
  3. (ελαφρώς ανεπίσημο), (μεταφορικά) ενθέτω
    • τοποθετώ/βολεύω κάτι μέσα σε κάτι άλλο