ενεστώτας curl up
γ΄ ενικό ενεστώτα curls up
αόριστος curled up
παθητική μετοχή curled up
ενεργητική μετοχή curling up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
curl up < → δείτε τις λέξεις curl και up

curl up (en)

  1. (αμετάβατο) κουλουριάζω
    ⮡  I am curling up with my girlfriend to warm up.
    Κουλουριάζομαι πλάι σε φιλενάδα μου να ζεσταθώ.
     συνώνυμα: cuddle, huddle