curl up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | curl up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | curls up |
αόριστος | curled up |
παθητική μετοχή | curled up |
ενεργητική μετοχή | curling up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcurl up (en)
ενεστώτας | curl up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | curls up |
αόριστος | curled up |
παθητική μετοχή | curled up |
ενεργητική μετοχή | curling up |
curl up (en)