Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cuddle cuddles

cuddle (en)

  • η αγκαλιά
    ⮡  I like to hold my puppy in a cuddle.
    Μ' αρέσει να κρατάω το σκυλάκι μου αγκαλιά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη embrace
ενεστώτας cuddle
γ΄ ενικό ενεστώτα cuddles
αόριστος cuddled
παθητική μετοχή cuddled
ενεργητική μετοχή cuddling

cuddle (en)

  1. (αμετάβατο) αγκαλιάζομαι στοργικά, σφίγγομαι
     συνώνυμα: cuddle up, → και δείτε τη λέξη embrace
  2. (μεταβατικό) αγκαλιάζω, σφίγγω για άνεση και ζέστη
    ⮡  She cuddled the child close to her.
    Έσφιξε το παιδί κοντά της.
     συνώνυμα: snuggle

Συγγενικά

επεξεργασία
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 5, 857-858. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αγκαλιά, σφίγγω