snuggle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
snuggle | snuggles |
snuggle (en)
- η αγκαλιά
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | snuggle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | snuggles |
αόριστος | snuggled |
παθητική μετοχή | snuggled |
ενεργητική μετοχή | snuggling |
snuggle (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σφίγγω, χώνομαι
- ⮡ She snuggled the child close to her.
- Έσφιξε το παιδί κοντά της.
- ⮡ The children snuggled together under the blanket.
- Τα παιδιά σφίχτηκαν κοντά-κοντά κάτω από τις κουβέρτες.
- ⮡ He snuggled under the blankets.
- Χώθηκε αποκάτω απ' τις κουβέρτες.
- ≈ συνώνυμα: cuddle, snuggle up
- ⮡ She snuggled the child close to her.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- snuggle (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 5, 857-858. ISBN 9780194325684., λήμμα: αγκαλιά, σφίγγω