αγκαλιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɡaˈʎa.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γκα‐λιά‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίααγκαλιάζομαι, π.αόρ.: αγκαλιάστηκα, μτχ.π.π.: αγκαλιασμένος
- παθητική φωνή του ρήματος αγκαλιάζω
- παθητικές σημασίες του αγκαλιάζω
- (αλληλοπαθητικό) αγκαλιάζω κάποιον που με αγκαλιάζει κι αυτός
- τα δύο αδέλφια αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν μετά από τόσα χρόνια