αγκαλιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αγκαλιασμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου αγκαλιάζω / αγκαλιάζομαι
Μετοχή
επεξεργασία
αγκαλιασμένος, -η, -ο
- που έχει αγκαλιαστεί με κάποιον άλλον