Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγκαλιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αγκαλιασμέν
ος
η
αγκαλιασμέν
η
το
αγκαλιασμέν
ο
γενική
του
αγκαλιασμέν
ου
της
αγκαλιασμέν
ης
του
αγκαλιασμέν
ου
αιτιατική
τον
αγκαλιασμέν
ο
την
αγκαλιασμέν
η
το
αγκαλιασμέν
ο
κλητική
αγκαλιασμέν
ε
αγκαλιασμέν
η
αγκαλιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αγκαλιασμέν
οι
οι
αγκαλιασμέν
ες
τα
αγκαλιασμέν
α
γενική
των
αγκαλιασμέν
ων
των
αγκαλιασμέν
ων
των
αγκαλιασμέν
ων
αιτιατική
τους
αγκαλιασμέν
ους
τις
αγκαλιασμέν
ες
τα
αγκαλιασμέν
α
κλητική
αγκαλιασμέν
οι
αγκαλιασμέν
ες
αγκαλιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγκαλιασμένος
,
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αγκαλιάζω
/
αγκαλιάζομαι
Μετοχή
επεξεργασία
αγκαλιασμένος, -η, -ο
που έχει
αγκαλιαστεί
με κάποιον άλλον