Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγκαλιασμένος η αγκαλιασμένη το αγκαλιασμένο
      γενική του αγκαλιασμένου της αγκαλιασμένης του αγκαλιασμένου
    αιτιατική τον αγκαλιασμένο την αγκαλιασμένη το αγκαλιασμένο
     κλητική αγκαλιασμένε αγκαλιασμένη αγκαλιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγκαλιασμένοι οι αγκαλιασμένες τα αγκαλιασμένα
      γενική των αγκαλιασμένων των αγκαλιασμένων των αγκαλιασμένων
    αιτιατική τους αγκαλιασμένους τις αγκαλιασμένες τα αγκαλιασμένα
     κλητική αγκαλιασμένοι αγκαλιασμένες αγκαλιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγκαλιασμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου αγκαλιάζω / αγκαλιάζομαι

  Μετοχή επεξεργασία

αγκαλιασμένος, -η, -ο