cuddle up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | cuddle up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cuddles up |
αόριστος | cuddled up |
παθητική μετοχή | cuddled up |
ενεργητική μετοχή | cuddling up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcuddle up (en)
- σφίγγομαι
- ⮡ She cuddled up to him to get warm.
- Σφίχτηκε πάνω του για να ζεσταθεί.
- ≈ συνώνυμα: snuggle up
- ⮡ She cuddled up to him to get warm.
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 857-858. ISBN 9780194325684., λήμμα: σφίγγω