Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
huddle huddles

huddle (en)

ενεστώτας huddle
γ΄ ενικό ενεστώτα huddles
αόριστος huddled
παθητική μετοχή huddled
ενεργητική μετοχή huddling

huddle (en)

  1. (αμετάβατο) μαζεύομαι, στριμώχνομαι, για ένα πλήθος που συγκεντρώνεται σε μικρό χώρο
    ⮡  The sheep huddled close together to warm up.
    Τα πρόβατα στριμώχνονταν κοντά-κοντά για να ζεσταθούν.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη squeeze
  2. (αμετάβατο) κουλουριάζομαι, παίρνω τη στάση του εμβρύου μέσα στη μήτρα
    ⮡  He huddled up in the bed and covered himself until the fever broke.
    Κουλουριάστηκε στο κρεβάτι και σκεπάστηκε μέχρι να πέσει ο πυρετός.
     συνώνυμα: curl up