huddle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
huddle | huddles |
huddle (en)
- πυκνό πλήθος
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | huddle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | huddles |
αόριστος | huddled |
παθητική μετοχή | huddled |
ενεργητική μετοχή | huddling |
huddle (en)
- (αμετάβατο) μαζεύομαι, στριμώχνομαι, για ένα πλήθος που συγκεντρώνεται σε μικρό χώρο
- (αμετάβατο) κουλουριάζομαι, παίρνω τη στάση του εμβρύου μέσα στη μήτρα