Ετυμολογία

επεξεργασία
κουλουριάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος κουλουριάζω

κουλουριάζομαι

  • κουλουριάστηκε στο κρεβάτι και σκεπάστηκε μέχρι να πέσει ο πυρετός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία