κουλουριασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουλουριασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουλουριάζω
Μετοχή επεξεργασία
κουλουριασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη κουλουριάζω
- που καμπουριάζει ή που σκύβει και μοιάζει σα να τυλίγεται γύρω από τον εαυτό του
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουλουριασμένος
|