Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυλίγω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τυλίγω < ελληνιστική κοινή τυλίσσω με μεταπλασμό σε -γω από το αοριστικό θέμα τυλιξ-, κατά το σχήμα «άνοιξα < ανοίγω»[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tiˈli.ɣo/

  Ρήμα επεξεργασία

τυλίγω, αόρ.: τύλιξα, παθ.φωνή: τυλίγομαι, π.αόρ.: τυλίχτηκα, μτχ.π.π.: τυλιγμένος

  1. περιελίσσω την κλωστή στο καρούλι ή ένα νήμα ή οτιδήποτε επίμηκες και εύκαμπτο σε κάτι σαν ανέμη ή σε κάποιον άξονα ώστε να μην μπερδεύεται
  2. περιελίσσω κάτι για προστασία
    Τυλίξου με το κασκόλ παιδακι μου να μη μου κρυώσεις
  3. περιβάλλω κάτι από όλες τις πλευρές με ένα είδος προστασίας για να το προφυλάξω ή για να το προσφέρω ως δώρο
    Τύλιξαν το δώρο, τύλιξαν τα αβγά για να μη σπάσουν, τύλιξαν τα πιατικά
  4. παγιδεύω κάποιον
    τον τύλιξαν σε μια κόλλα χαρτί
    τον τύλιξε στο τσάκα-τσάκα και τώρα παντρεύονται
    τον τύλιξε στα δίχτυα της
  5. σκεπάζω, καλύπτω από όλες τις μεριές, αγκαλιάζω
    η ομίχλη τύλιξε το χωριό, η φωτιά τύλιξε την πολυκατοικία
    τύλιξε τρυφερά τα χέρια της γύρω από το λαιμό του
    τον τυλίγει μια αύρα κύρους
    ο κισσος τυλίγεται
    το φίδι κουλουριάζεται αλλά όταν σφίγγει το θύμα του, τυλίγεται γύρω από αυτό
  6. δίνω σε κάτι κυλινδρικό σχήμα
    βρέθηκαν τυλιγμένοι πάπυροι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία