Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξετυλίγω < ξε + τυλίγω

  Ρήμα επεξεργασία

ξετυλίγω

  1. εκτυλίσσω, ένα καρούλι, ένα μασούρι, μία κλωστή, ένα νήμα
  2. ανοίγω μια συσκευασία, ένα δώρο πακεταρισμένο, συσκευασμένο, τυλιγμένο

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία