unravel
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | unravel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | unravels |
αόριστος | unravelled (βρετανικό), unraveled (ΗΠΑ) |
παθητική μετοχή | unravelled (βρετανικό), unraveled (ΗΠΑ) |
ενεργητική μετοχή | unravelling (βρετανικό), unraveling (ΗΠΑ) |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαunravel (en)