ενεστώτας unravel
γ΄ ενικό ενεστώτα unravels
αόριστος unravelled (βρετανικό), unraveled (ΗΠΑ)
παθητική μετοχή unravelled (βρετανικό), unraveled (ΗΠΑ)
ενεργητική μετοχή unravelling (βρετανικό), unraveling (ΗΠΑ)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
unravel < un- + ravel

unravel (en)

  1. ξεδιαλύνω, κατανοώ, διαλευκαίνω
  2. ξετυλίγω
     συνώνυμα: unroll