Ετυμολογία

επεξεργασία
διαλευκαίνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαλευκαίνω < αρχαία ελληνική δια- + λευκαίνω < λευκός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.lefˈce.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐λευ‐καί‐νω

διαλευκαίνω, αόρ.: διαλεύκανα, παθ.φωνή: διαλευκαίνομαι, π.αόρ.: διαλευκάνθηκα

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη λευκός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαλευκαίνω < αρχαία ελληνική δια- + λευκαίνω < λευκός

διαλευκαίνω

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη λευκός