εξιχνιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξιχνιάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξιχνιάζω < ἐξ- + αρχαία ελληνική ἴχνιον < ἴχνος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksi.xniˈa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξι‐χνι‐ά‐ζω
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐ι‐χνι‐ά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαεξιχνιάζω, αόρ.: εξιχνίασα, παθ.φωνή: εξιχνιάζομαι, π.αόρ.: εξιχνιάστηκα, μτχ.π.π.: εξιχνιασμένος
- αποκαλύπτω την πραγματικότητα ή την αλήθεια, ερευνώντας τα «ίχνη» μιας υπόθεσης, τα γεγονότα ή τα αίτια που οδήγησαν σ’ αυτή
- ※ Το Τμήμα Εγκλημάτων κατά Ζωής και Προσωπικής Ελευθερίας της Ασφάλειας Αττικής εξιχνίασε τη δολοφονία 37χρονου Πακιστανού στις 10 Οκτωβρίου στην Ομόνοια. (Εφημερίδα των Συντακτών, 28/2/2019)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις εξ και ίχνος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξιχνιάζω | εξιχνίαζα | θα εξιχνιάζω | να εξιχνιάζω | εξιχνιάζοντας | |
β' ενικ. | εξιχνιάζεις | εξιχνίαζες | θα εξιχνιάζεις | να εξιχνιάζεις | εξιχνίαζε | |
γ' ενικ. | εξιχνιάζει | εξιχνίαζε | θα εξιχνιάζει | να εξιχνιάζει | ||
α' πληθ. | εξιχνιάζουμε | εξιχνιάζαμε | θα εξιχνιάζουμε | να εξιχνιάζουμε | ||
β' πληθ. | εξιχνιάζετε | εξιχνιάζατε | θα εξιχνιάζετε | να εξιχνιάζετε | εξιχνιάζετε | |
γ' πληθ. | εξιχνιάζουν(ε) | εξιχνίαζαν εξιχνιάζαν(ε) |
θα εξιχνιάζουν(ε) | να εξιχνιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξιχνίασα | θα εξιχνιάσω | να εξιχνιάσω | εξιχνιάσει | ||
β' ενικ. | εξιχνίασες | θα εξιχνιάσεις | να εξιχνιάσεις | εξιχνίασε | ||
γ' ενικ. | εξιχνίασε | θα εξιχνιάσει | να εξιχνιάσει | |||
α' πληθ. | εξιχνιάσαμε | θα εξιχνιάσουμε | να εξιχνιάσουμε | |||
β' πληθ. | εξιχνιάσατε | θα εξιχνιάσετε | να εξιχνιάσετε | εξιχνιάστε | ||
γ' πληθ. | εξιχνίασαν εξιχνιάσαν(ε) |
θα εξιχνιάσουν(ε) | να εξιχνιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξιχνιάσει | είχα εξιχνιάσει | θα έχω εξιχνιάσει | να έχω εξιχνιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξιχνιάσει | είχες εξιχνιάσει | θα έχεις εξιχνιάσει | να έχεις εξιχνιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξιχνιάσει | είχε εξιχνιάσει | θα έχει εξιχνιάσει | να έχει εξιχνιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξιχνιάσει | είχαμε εξιχνιάσει | θα έχουμε εξιχνιάσει | να έχουμε εξιχνιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξιχνιάσει | είχατε εξιχνιάσει | θα έχετε εξιχνιάσει | να έχετε εξιχνιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξιχνιάσει | είχαν εξιχνιάσει | θα έχουν εξιχνιάσει | να έχουν εξιχνιάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξιχνιάζομαι | εξιχνιαζόμουν(α) | θα εξιχνιάζομαι | να εξιχνιάζομαι | ||
β' ενικ. | εξιχνιάζεσαι | εξιχνιαζόσουν(α) | θα εξιχνιάζεσαι | να εξιχνιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | εξιχνιάζεται | εξιχνιαζόταν(ε) | θα εξιχνιάζεται | να εξιχνιάζεται | ||
α' πληθ. | εξιχνιαζόμαστε | εξιχνιαζόμαστε εξιχνιαζόμασταν |
θα εξιχνιαζόμαστε | να εξιχνιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | εξιχνιάζεστε | εξιχνιαζόσαστε εξιχνιαζόσασταν |
θα εξιχνιάζεστε | να εξιχνιάζεστε | (εξιχνιάζεστε) | |
γ' πληθ. | εξιχνιάζονται | εξιχνιάζονταν εξιχνιαζόντουσαν |
θα εξιχνιάζονται | να εξιχνιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξιχνιάστηκα | θα εξιχνιαστώ | να εξιχνιαστώ | εξιχνιαστεί | ||
β' ενικ. | εξιχνιάστηκες | θα εξιχνιαστείς | να εξιχνιαστείς | εξιχνιάσου | ||
γ' ενικ. | εξιχνιάστηκε | θα εξιχνιαστεί | να εξιχνιαστεί | |||
α' πληθ. | εξιχνιαστήκαμε | θα εξιχνιαστούμε | να εξιχνιαστούμε | |||
β' πληθ. | εξιχνιαστήκατε | θα εξιχνιαστείτε | να εξιχνιαστείτε | εξιχνιαστείτε | ||
γ' πληθ. | εξιχνιάστηκαν εξιχνιαστήκαν(ε) |
θα εξιχνιαστούν(ε) | να εξιχνιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξιχνιαστεί | είχα εξιχνιαστεί | θα έχω εξιχνιαστεί | να έχω εξιχνιαστεί | εξιχνιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις εξιχνιαστεί | είχες εξιχνιαστεί | θα έχεις εξιχνιαστεί | να έχεις εξιχνιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξιχνιαστεί | είχε εξιχνιαστεί | θα έχει εξιχνιαστεί | να έχει εξιχνιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξιχνιαστεί | είχαμε εξιχνιαστεί | θα έχουμε εξιχνιαστεί | να έχουμε εξιχνιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξιχνιαστεί | είχατε εξιχνιαστεί | θα έχετε εξιχνιαστεί | να έχετε εξιχνιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξιχνιαστεί | είχαν εξιχνιαστεί | θα έχουν εξιχνιαστεί | να έχουν εξιχνιαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εξιχνιασμένος - είμαστε, είστε, είναι εξιχνιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εξιχνιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εξιχνιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εξιχνιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εξιχνιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εξιχνιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εξιχνιασμένοι |