Δείτε επίσης: ἐξιχνιάζω

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ksi.xniˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξιχνιάζω
παλιότερος συλλαβισμός: εξιχνιάζω

εξιχνιάζω, αόρ.: εξιχνίασα, παθ.φωνή: εξιχνιάζομαι, π.αόρ.: εξιχνιάστηκα, μτχ.π.π.: εξιχνιασμένος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία