Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξιχνίαση οι εξιχνιάσεις
      γενική της εξιχνίασης* των εξιχνιάσεων
    αιτιατική την εξιχνίαση τις εξιχνιάσεις
     κλητική εξιχνίαση εξιχνιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξιχνιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξιχνίαση < (εξιχνιάζω) εξιχνιασ- + -σις ('καθαρεύουσα' ἐξιχνίασις) > -ση. Δείτε το ελληνιστικό ρήμα ἐξιχνιάζω και το αρχαίο ἴχνος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ksiˈxni.a.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξι‐χνί‐α‐ση
παλιότερος συλλαβισμός: εξ‐ι‐χνί‐α‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξιχνίαση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ίχνος

  Μεταφράσεις επεξεργασία