εξιχνιάσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εξιχνιάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξιχνιάζω
- θα εξιχνιάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξιχνιάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
εξιχνιάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξιχνίαση