Ετυμολογία

επεξεργασία
detection < detect + -ion

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dəˈtɛkʃən/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
detection detections

detection (en)

  1. ανίχνευση, εντοπισμός
  2. διάγνωση