ενεστώτας detect
γ΄ ενικό ενεστώτα detects
αόριστος detected
παθητική μετοχή detected
ενεργητική μετοχή detecting

detect (en)

  • ανιχνεύω, ανακαλύπτω, αντιλαμβάνομαι, διακρίνω με προσεκτική έρευνα και εξέταση κάτι το οποίο συνήθως δεν μπορεί κανείς να αντιληφθεί εύκολα
    ⮡  They detected a gas leak.
    Ανίχνευσαν μια διαρροή γκαζιού.
    ⮡  We detected a fault in the engine.
    Ανακαλύψαμε ένα ελάττωμα στην μηχανή.
    ⮡  I didn’t detect anything.
    Δεν αντιλήφθηκα τίποτα.
    ⮡  I am not detecting a sign of oil leakage.
    Δεν διακρίνω ίχνη διαρροής λαδιού.

Συγγενικά

επεξεργασία