detectable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | detectable |
συγκριτικός | more detectable |
υπερθετικός | most detectable |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαdetectable (en)
- αισθητός, που μπορεί να ανιχνευτεί, να ανακαλυφθεί, να γίνει αντιληπτός
- ⮡ The earthquake was detectable throughout the entire country.
- Ο σεισμός έγινε αισθητός σε όλη τη χώρα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη perceptible
- ⮡ The earthquake was detectable throughout the entire country.