Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακαλύπτω < αρχαία ελληνική ἀνακαλύπτω < ἀνά + καλύπτω

  Ρήμα επεξεργασία

ανακαλύπτω

  • βρίσκω τυχαία ή έπειτα από έρευνες κάτι που προϋπήρχε, αλλά κανείς δεν ήξερε
    Ο Χριστόφορος Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική
  • βρίσκω τυχαία ή έπειτα από έρευνες κάτι κρυμμένο ή χαμένο
    Ανακάλυψε το χαμένο θησαυρό
  • μαθαίνω για την ύπαρξη κάποιου (ανθρώπου, αντικειμένου κ.λπ.) όχι πολύ γνωστού, που πριν δεν ήξερα
    Ανακάλυψα ένα μαγαζί με φτηνά ρούχα

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία