élucidation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
élucidation | élucidations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
élucidation (fr) θηλυκό
- η εξιχνίαση, η διαλεύκανση
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη élucider
ενικός | πληθυντικός |
élucidation | élucidations |
élucidation (fr) θηλυκό