Δείτε επίσης: Enquete, enquéte, enquêté

  Ετυμολογία

επεξεργασία
enquête < λατινική inquisita

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃.kɛt/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
enquête enquêtes

enquête (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία