Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανεξιχνίαστο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ανεξιχνίαστ
ο
τα
ανεξιχνίαστ
α
γενική
του
ανεξιχνίαστ
ου
των
ανεξιχνίαστ
ων
αιτιατική
το
ανεξιχνίαστ
ο
τα
ανεξιχνίαστ
α
κλητική
ανεξιχνίαστ
ο
ανεξιχνίαστ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανεξιχνίαστο
<
ουσιαστικοποιημένο
ουδέτερο
του
επιθέτου
ανεξιχνίαστος
Επίρρημα
επεξεργασία
ανεξιχνίαστο
ουδέτερο
κάτι
που δεν έχει
εξιχνιαστεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανεξιχνίαστο
αγγλικά
:
inscrutability
(en)
γαλλικά
: non
élucidé
(fr)