Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξιχνιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξιχνιασμέν
ος
η
εξιχνιασμέν
η
το
εξιχνιασμέν
ο
γενική
του
εξιχνιασμέν
ου
της
εξιχνιασμέν
ης
του
εξιχνιασμέν
ου
αιτιατική
τον
εξιχνιασμέν
ο
την
εξιχνιασμέν
η
το
εξιχνιασμέν
ο
κλητική
εξιχνιασμέν
ε
εξιχνιασμέν
η
εξιχνιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξιχνιασμέν
οι
οι
εξιχνιασμέν
ες
τα
εξιχνιασμέν
α
γενική
των
εξιχνιασμέν
ων
των
εξιχνιασμέν
ων
των
εξιχνιασμέν
ων
αιτιατική
τους
εξιχνιασμέν
ους
τις
εξιχνιασμέν
ες
τα
εξιχνιασμέν
α
κλητική
εξιχνιασμέν
οι
εξιχνιασμέν
ες
εξιχνιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξιχνιασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εξιχνιάζω
Μετοχή
επεξεργασία
εξιχνιασμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
εξιχνιάζω
Αντώνυμα
επεξεργασία
ανεξιχνίαστος
Συγγενικά
επεξεργασία
δυσεξιχνίαστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξιχνιασμένος
γαλλικά
:
élucidé
(fr)