Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσεξιχνίαστος η δυσεξιχνίαστη το δυσεξιχνίαστο
      γενική του δυσεξιχνίαστου της δυσεξιχνίαστης του δυσεξιχνίαστου
    αιτιατική τον δυσεξιχνίαστο τη δυσεξιχνίαστη το δυσεξιχνίαστο
     κλητική δυσεξιχνίαστε δυσεξιχνίαστη δυσεξιχνίαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσεξιχνίαστοι οι δυσεξιχνίαστες τα δυσεξιχνίαστα
      γενική των δυσεξιχνίαστων των δυσεξιχνίαστων των δυσεξιχνίαστων
    αιτιατική τους δυσεξιχνίαστους τις δυσεξιχνίαστες τα δυσεξιχνίαστα
     κλητική δυσεξιχνίαστοι δυσεξιχνίαστες δυσεξιχνίαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυσεξιχνίαστος < δυσ- + εξιχνιάζω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

δυσεξιχνίαστος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία