↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαλευκαντικός η διαλευκαντική το διαλευκαντικό
      γενική του διαλευκαντικού της διαλευκαντικής του διαλευκαντικού
    αιτιατική τον διαλευκαντικό τη διαλευκαντική το διαλευκαντικό
     κλητική διαλευκαντικέ διαλευκαντική διαλευκαντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαλευκαντικοί οι διαλευκαντικές τα διαλευκαντικά
      γενική των διαλευκαντικών των διαλευκαντικών των διαλευκαντικών
    αιτιατική τους διαλευκαντικούς τις διαλευκαντικές τα διαλευκαντικά
     κλητική διαλευκαντικοί διαλευκαντικές διαλευκαντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαλευκαντικός < διαλευκαίνω + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

διαλευκαντικός

  • που έχει σχέση με τη διαλεύκανση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία