διαλευκαντικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαλευκαντικός < διαλευκαίνω + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
διαλευκαντικός
- που έχει σχέση με τη διαλεύκανση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις διαλευκαίνω, λευκαίνω και λευκός
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαλευκαντικός
|