Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεδιαλύνω < ξε και διαλύω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεδιαλύνω

  1. λύνω ένα μυστήριο
  2. ξεκαθαρίζω μια παρεξήγηση, αποκαθιστώ σχέσεις με την διάλυση της παρερμηνείας που πιθανόν οδήγησε στην αρχική σύγκρουση

  Μεταφράσεις επεξεργασία