unravelling
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
unravelling | unravellings |
unravelling (en)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαunravelling (en)
ενικός | πληθυντικός |
unravelling | unravellings |
unravelling (en)
unravelling (en)