Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ατύλιχτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ατύλιχτ
ος
η
ατύλιχτ
η
το
ατύλιχτ
ο
γενική
του
ατύλιχτ
ου
της
ατύλιχτ
ης
του
ατύλιχτ
ου
αιτιατική
τον
ατύλιχτ
ο
την
ατύλιχτ
η
το
ατύλιχτ
ο
κλητική
ατύλιχτ
ε
ατύλιχτ
η
ατύλιχτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ατύλιχτ
οι
οι
ατύλιχτ
ες
τα
ατύλιχτ
α
γενική
των
ατύλιχτ
ων
των
ατύλιχτ
ων
των
ατύλιχτ
ων
αιτιατική
τους
ατύλιχτ
ους
τις
ατύλιχτ
ες
τα
ατύλιχτ
α
κλητική
ατύλιχτ
οι
ατύλιχτ
ες
ατύλιχτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ατύλιχτος
<
α-
+
τυλίγω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ατύλιχτος, -η, -ο
που δεν έχει
τυλιχτεί
ή δεν μπορεί να
τυλιχτεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
τυλιγμένος
τυλιχτός
περιτυλιγμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ατύλιχτος
αγγλικά
:
unwrapped
(en)