καρούλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καρούλι | τα | καρούλια |
γενική | του | καρουλιού | των | καρουλιών |
αιτιατική | το | καρούλι | τα | καρούλια |
κλητική | καρούλι | καρούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καρούλι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρούλι ουδέτερο
- κύλινδρος στον οποίο τα άκρα προεξέχουν και είναι πεπλατυσμένα ώστε στο ενδιάμεσο διάστημα να μπορεί να τυλιχτεί κάποιο υλικό που έχει μορφή νήματος
- μικρός τροχός σε τροχήλατες συσκευές