μπομπίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπομπίνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπομπίνα θηλυκό
- το καρούλι
- (ειδικότερα) το καρούλι που στενεύει στη μία άκρη και δεν είναι πεπλατυσμένο στη μικρή ή και στις δύο άκρες
- καρούλι γύρω από το οποίο είναι τυλιγμένο κινηματογραφικό φιλμ
- (κατ’ επέκταση) η συνήθης ποσότητα υλικού που τυλίγεται στην μπομπίνα ως μονάδα μέτρησης
- για να τα ράψω όλα αυτά θα πρέπει να χαλάσω πέντε μπομπίνες κλωστή