μπομπίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /bomˈbi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπο‐μπί‐να
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπομπίνα θηλυκό
- το καρούλι
- (ειδικότερα) το καρούλι που στενεύει στη μία άκρη και δεν είναι πεπλατυσμένο στη μικρή ή και στις δύο άκρες
- καρούλι γύρω από το οποίο είναι τυλιγμένο κινηματογραφικό φιλμ
- (κατ’ επέκταση) η συνήθης ποσότητα υλικού που τυλίγεται στην μπομπίνα ως μονάδα μέτρησης
- για να τα ράψω όλα αυτά θα πρέπει να χαλάσω πέντε μπομπίνες κλωστή
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μπομπίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ bobina στο αγγλικό Βικιλεξικό