καρουλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρουλιάζω <
Ρήμα
επεξεργασίακαρουλιάζω
- τυλίγω με το χέρι ή με μηχάνημα κάποιο νήμα σε καρούλι
Ρήμα
επεξεργασίακαρουλιάζω
- βγάζω καρούλες
Μεταφράσεις
επεξεργασία τυλίγω σε καρούλι
|
βγάζω καρούλες
|