Ετυμολογία

επεξεργασία
καρουλιάζω <
  1. καρούλι
  2. καρούλα

καρουλιάζω

  1. τυλίγω με το χέρι ή με μηχάνημα κάποιο νήμα σε καρούλι

καρουλιάζω

  1. βγάζω καρούλες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία