συσκευασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συσκευασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συσκευάζω
Μετοχή επεξεργασία
συσκευασμένος
- πακεταρισμένος, τοποθετημένος σε μια συσκευασία για πώληση, αποστολή, μεταφορά
Συγγενικά επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη συσκευάζω